- προσοκέλλω
- Α1. (σχετικά με πλοίο) ρίχνω στην ξηρά2. (για ναυτιλλομένους) ρίχνω το πλοίο πάνω σε κάτι («πολλοῑς τῶν ἐκ τῆς ναυμαχίας νεκροῑς ἀπηντῶμεν καὶ προσωκέλλομεν», Λουκιαν.)3. (αμτβ.) (για πλοίο) πέφτω στην ξηρά, εξοκέλλω4. μτφ. παρεκτρέπομαι, παραστρατώ.[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ-* + ὀκέλλω «προσαράζω, ρίχνω στην ξηρά, παραστρατώ»].
Dictionary of Greek. 2013.